διασταλτική

διασταλτική
διασταλτικός
serving to distinguish
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασταλτικός — ή, ό 1. ικανός να διαστέλλει ή να διαστέλλεται 2. «διασταλτική ερμηνεία νόμου» η ερμηνεία η οποία επεκτείνει την έννοια τού νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα τού νόμου αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του …   Dictionary of Greek

  • οματροπίνη — η (φαρμ.) συνθετικό αλκαλοειδές υποκατάστατο τής ατροπίνης, η διασταλτική δράση τού οποίου στην κόρη τού οφθαλμού είναι ταχεία αλλά μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. homatropine (< ομ[ο] + ατροπίνη). Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… …   Dictionary of Greek

  • διασταλτικός — ή, ό 1. αυτός που διαθέτει την ικανότητα να προκαλέσει διαστολή: Η θερμότητα έχει διασταλτική δύναμη στα μέταλλα. 2. αυτός που διαστέλλεται: Τα μέταλλα είναι διασταλτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”